αλαφρός

αλαφρός
-ιά, -ιό
ο ελαφρός*.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. επίθ. ἐλαφρός. Το επίθ. προήλθε από τον πληθ. τού ουδετέρου (τα ελαφρά-ταλαφρά) με μετακίνηση τών ορίων του μορφήματος (τής λέξης) λόγω κακού χωρισμού: ταλαφρά, από όπου αναλογικά και ο τ. αλαφρός. Από τους τύπους ελαφρά-ταλαφρά προήλθε αναλογικά και τ. λαφρός. Εξάλλου ο τ. ελαφρύς-‘λαφρύς σχηματίστηκε με αναλογική επίδραση του αντιθέτου βαρύς, ο δε τ. αλαφριός προήλθε από το θηλ. αλαφριά.
ΠΑΡ. νεοελλ. αλαφροσύνη, αλαφρούτσικος, αλαφρωμάρα. αλαφρωπός.
ΣΥΝΘ. βλ. αλαφρο*-].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • αλαφρός — ή, ό βλ. ελαφρός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Αλαφρός, Αθανάσιος — Αγωνιστής του 1821. Γεννήθηκε στη Γλυνίτσα της Λοκρίδας. Αγωνίστηκε στην Υπάτη, στα Βασιλικά Στυλίδας, στην Αγία Μαρίνα και στην Άμπλιανη. Επανειλημμένα τραυματίστηκε και διακρίθηκε αργότερα στην εκστρατεία του Γεωργίου Καραϊσκάκη …   Dictionary of Greek

  • Α α — (άλφα) το πρώτο γράμμα τού ελληνικού αλφαβήτου. Το α ως πρόθεμα 1. στερητικό δηλώνει έλλειψη, στέρηση και γενικά το αντίθετο από ό,τι δηλώνει το β συνθετικό. Εμφανίζεται με τις εξής μορφές: α / ἀ αρχ. νεοελλ. προ συμφώνου, π.χ. ά γνωστος, ά κακος …   Dictionary of Greek

  • αλαφράδα — η [αλαφρός] 1. το να είναι κάτι ελαφρό, η ελαφρότητα 2. έλλειψη σοβαρότητας, επιπολαιότητα, κουφότητα, μωρία …   Dictionary of Greek

  • αλαφρίτης — ο [αλαφρός] στρατιώτης τού πεζικού …   Dictionary of Greek

  • αλαφρο- — Γλωσσ. α συνθετικό λέξεων τής νέας Ελληνικής με μεγάλη παραγωγικότητα στη λαϊκότερη κυρίως γλώσσα, σε διαλέκτους, στη γλώσσα τής λογοτεχνίας, αλλά και στην κοινή νεοελληνική. Η προέλευση του είναι διττή: α) από το επίθ. αλαφρός (ελαφρός) στη… …   Dictionary of Greek

  • αλαφροσύνη — η [αλαφρός] 1. έλλειψη μεγάλου βάρους, ελαφρότητα 2. αμεριμνησία, ευθυμία 3. επιπολαιότητα, ανοησία 4. αλάφρωμα, βελτίωση στην κατάσταση ενός αρρώστου …   Dictionary of Greek

  • αλαφρούτσικος — η, ο [αλαφρός] ο ελαφρούτσικος* …   Dictionary of Greek

  • αλαφρωμάρα — η [αλαφρός] αλαφρομυαλιά, ανοησία …   Dictionary of Greek

  • αλαφρωπός — ή, ό ο αλαφρούτσικος, ο χαζούλης. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλαφρός + υποκορ. κατάλ. ωπός] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”